- μεσοκουράδες
- μεσοκουράδεςtrees broken by the force of the windfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσοκουράδες — μεσοκουράδες, αἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δένδρα τὰ ὑπὸ ἀνέμων καταγέντα καὶ εἶδος κουρᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κουράς, άδος (< κουρά), πρβλ. εγ κουράδες] … Dictionary of Greek